- προκεχυμένας
- προκεχυμένᾱς , προχέωpour forthperf part mp fem acc plπροκεχυμένᾱς , προχέωpour forthperf part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προχέω — και ποιητ. τ. προχεύω, ΜΑ [χέω, χεύω] χύνω, εκβάλλω προς τα εμπρός (α. «αἷμα προχυθέν», Δίων Κάσσ. β. «σπονδὰς προχέαντες», Ηρόδ. γ. «προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῑαν», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μτφ. α) (για πλήθος ανθρώπων) ξεχύνομαι, καλύπτω έκταση («ἐς… … Dictionary of Greek